- επαγωγός, -ός, -ό
- επίρρ. -ά ελκυστικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, επαγωγικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπαγωγός — bringing on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγωγός — ό (Α ἐπαγωγός, όν) [επάγω] ελκυστικός, θελκτικός, γοητευτικός («επαγωγός δάσκαλος», «επαγωγός διδασκαλία, ομιλία», «επαγωγό θέμα») αρχ. 1. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί κάτι («ἐπαγωγός μανίας», Αισχύλ.) 2. απατηλός, σαγηνευτικός («ἀκούσαντες...… … Dictionary of Greek
ἐπαγωγότερον — ἐπαγωγός bringing on adverbial comp ἐπαγωγός bringing on masc acc comp sg ἐπαγωγός bringing on neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγόν — ἐπαγωγός bringing on masc/fem acc sg ἐπαγωγός bringing on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγότατα — ἐπαγωγός bringing on adverbial superl ἐπαγωγός bringing on neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγότατον — ἐπαγωγός bringing on masc acc superl sg ἐπαγωγός bringing on neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγοῖς — ἐπαγωγός bringing on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγοί — ἐπαγωγός bringing on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγοῦ — ἐπαγωγός bringing on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγούς — ἐπαγωγός bringing on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)